- σφοδρότητες
- σφοδρότηςvehemencefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφοδρότητα — η / σφοδρότης, ητος, ΝΜΑ [σφοδρός] η ιδιότητα τού σφοδρού, μεγάλη ένταση, ορμητικότητα, βιαιότητα (α. «η σφοδρότητα τής τρικυμίας» β. «ο στρατός μας επιτέθηκε με εξαιρετική σφοδρότητα» γ. «τὴν σφοδρότητα τῆς ἐφόδου», Ξεν. δ. «πάγων σφοδρότητες»,… … Dictionary of Greek